- σίφωνας
- Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή του υγρού και στη διαφορά της υδροστατικής πίεσης (υδραυλική) στα δύο σκέλη του σίφωνα. Για να πραγματοποιηθεί η μετάγγιση, ο σωλήνας πρέπει να είναι τελείως γεμάτος από το υγρό και να μην έχουν σχηματιστεί μέσα του φυσσαλίδες αέρα, οι οποίες προκαλούν τη διακοπή της στήλης του υγρού και συνεπώς τη διακοπή της ροής. Γεμίζουμε το σ. αν προκαλέσουμε υπερπίεση στο υψηλότερο δοχείο ή υποπίεση π.χ. με αναρρόφηση στο σκέλος εκροής της συσκευής. Όταν γεμίσει, η ροή συνεχίζεται ωσότου αδειάσει το δοχείο με το υγρό, αρκεί το στόμιο εισόδου του σ. να βρίσκεται συνεχώς βυθισμένο στο υγρό και το στόμιο εκροής να βρίσκεται πάντα σε χαμηλότερη στάθμη από την επιφάνεια του υγρού που πρόκειται να μεταγγίσουμε. Μπορεί επίσης να λειτουργεί αυτόματα, όταν η ελεύθερη επιφάνεια του υγρού, που περιέχεται σε ένα δοχείο ή σε μια δεξαμενή, ξεπεράσει μια ορισμένη στάθμη. Οι εφαρμογές του σ. είναι ποικίλες, τόσο στον πρακτικό τομέα (υδαταποθήκη αφοδευτήριων), όσο και στον επιστημονικό (μετάγγιση αερίων, βροχογράφος κλπ.).
* * *ο / σίφων, -ωνος, ΝΜΑ1. καμπύλος σωλήνας με τον οποίο αντλείται ή μεταγγίζεται, με απορρόφηση τού περιεχόμενου σε αυτόν αέρα, υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («καμπύλος σίφων, τουτέστιν σωλήν», Ήρων.)2. (μετεωρ.) ο σίφουναςνεοελλ.1. φυσ. όργανο με τη μορφή σωλήνα σχήματος Π, με άνισα σκέλη, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από μια στάθμη σε μια άλλη χαμηλότερη στάθμη, αφού, όμως, το υγρό ανέλθει σε ύψος μεγαλύτερο τού ύψους και τών δύο σταθμών, γι' αυτό και το ένα σκέλος πρέπει να είναι μεγαλύτερου μήκους από το άλλο2. ζωολ. α) προεξέχων συσταλτός σωλήνας που περιβάλλει το βραγχιακό και εδρικό άνοιγμα ορισμένων χιτωνοζώων, ασκιδίων και μαλακίων, και με τον οποίο τα ζώα αυτά απορροφούν και αποβάλλουν το νερόβ) λιγότερο ή περισσότερο ασβεστοποιημένος σωλήνας, ο οποίος διασχίζει τις αίθουσες τού οστράκου τών κεφαλοπόδων, όπως λ.χ. τού ναυτίλου και τών αμμωνιτώνγ) το χοανοειδές μυϊκό όργανο που περιέχεται στη μανδυακή κοιλότητα τής κοιλιακής πλευράς τών κεφαλοπόδων και τού οποίου το στενό άνοιγμα είναι το σημείο βίαιης εξώθησης τού νερού, χάρη στην οποία το ζώο προωθείται προς τα πίσωδ) προέκταση και κυλινδροποίηση τού λαιμού τού μανδύα τών δίθυρων και γαστερόποδων μαλακίων, που χρησιμεύει ως ανιχνευτής τροφής και ως χημειοδείκτης3. βοτ. παλαιότερη ονομασία τού γυρεοσωλήνα4. αρχιτ. καθένα από τα σφαιρικά τρίγωνα που κατασκευάζονται μεταξύ τού τρούλλου ενός οικοδομήματος και τών κιόνων οι οποίοι τόν συγκρατούν5. (μετεωρ.) α) σφοδρή κυκλωνική, δηλαδή χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης, θύελλα με σχετικά μικρή διάμετρο, αλλά με ανέμους που περιστρέφονται ταχύτατα και σχηματίζουν στρόβιλο, δίνη, που δημιουργεί στην περιοχή τού κέντρου του ισχυρά ανοδικά ρεύματα, τα οποία είναι ικανά να παρασύρουν προς τα επάνω πολύ βαριά αντικείμενα, όπως λ.χ. δέντρα, αυτοκίνητα, σιδηροδρομικά βαγόνια και αεροπλάνα6. είδος καθετήρα που χρησιμοποιείται για πλύσεις στομάχου7. ναυτ. ειδικός σωλήνας που χρησιμοποιείται, αντί αντλίας, για την τροφοδότηση τών λεβήτων ή για την εκκένωση υδάτων από δεξαμενές ή από τα κύτη τών πλοίων, αλλ. αντλοσίφωνας, κν. τζιφάρι8. φρ. α) «σίφωνας δαπέδου»τεχνολ. διάταξη ανάλογη με το αποχετευτικό σιφόνι, η οποία τοποθετείται στο χαμηλότερο σημείο δαπέδων, όπου χύνονται ακάθαρτα νερά, αποτελείται από πήλινο, μεταλλικό ή πλαστικό σιγμοειδή σωλήνα που επικοινωνεί με το αποχετευτικό σύστημα, στο οποίο εκρέουν τα ακάθαρτα νερά, και καλύπτεται από πάνω με μεταλλική σχάραβ) «θαλάσσιος σίφωνας»(μετεωρ.) σίφωνας που σχηματίζεται ή διέρχεται πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας δημιουργώντας στήλη μικρής διαμέτρου από υδροσταγονίδια και υδρατμούς και υψώνεται από την θαλάσσια επιφάνεια ώς τη βάση ενός καταιγιδοφόρου νέφουςμσν.(στο Βυζάντιο) είδος αντλίας και σωλήνα με τον οποίο εξακόντιζαν υγρό πυρ από τους δρόμωνες, ο λεγόμενος πυρσοφόρος σίφωναρχ.1. αυλός, σύριγγα2. σωλήνας διοχέτευσης για την υδροκήλη3. είδος αντλίας4. πυροσβεστική αντλία5. υδραγωγός σωλήνας κατοικίας («ἅπασαν δὲ οἰκίαν σχεδὸν δεξαμενὰς καὶ σίφωνας καὶ κρουνοὺς ἔχειν ἀφθόνους», Στράβ.)6. το αιδοίο7. ο βλαστός του αγριοκάλαμου»8. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥυπαρὸς ἄνθρωπος ἢ λίχνος»β) «εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές»γ) «ὄργανον σκόλοιπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῡσι»9. φρ. «αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες» — τα κουνούπια, τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή απομυζούν το ανθρώπινο αίμα με την προβοσκίδα τους (Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ων, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (πρβλ. δόλ-ων, κώδ-ων, κώθ-ων). Η λ. είναι πιθ. ηχομιμητική. Κατά μία άποψη, από τη λ. σίφων προήλθε το επίθ. σιφνός, με συγκοπή τού -ω-].
Dictionary of Greek. 2013.